- Ἐρυθρῇ
- ἘρυθραίSerapias cordigerafem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐρυθρῇ — ἐρυθρός red fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρυθρή — Ἐρυθραί Serapias cordigera fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθρή — ἐρυθρός red fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμολογική ερυθρή μετατόπιση — Η μετατόπιση των φασματικών του φάσματος προς το ερυθρό. Οφείλεται κυρίως στη διαστολή του σύμπαντος και λιγότερο στα βαρυτικά φαινόμενα της ενδιάμεσης ύλης ή στην κίνηση ενός ενδογαλαξιακού σώματος, με την οποία απομακρύνεται από το ηλιακό… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
ZONAE — I. ZONAE quantum ad nostrum attinet institutum, sunt circuli quidam lati, caelum, terramque veluti cingulâ quâdam ambientes. Sunt autem numerô quinque: ex quibus media, quae inter Tropicos est, nimiô calore parum apta creditur habitationi: duae… … Hofmann J. Lexicon universale
αλκαννίνη — ή αγχουσίνη ή ερυθρό τής αλκάννας Χημ. ερυθρή χρωστική με μοριακό τύπο C16H16O5, η οποία βρίσκεται κυρίως στις ρίζες ενός είδους τού φυτού Αλκάννα* (Α. tinctoria). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alkannin < alkann (<… … Dictionary of Greek
βαρύτητα — Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. (Φυσ.) Β. ονομάζεται η ιδιότητα όλων των υλικών σωμάτων να έλκονται από τη Γη. Η έλλειψη β. στο εσωτερικό των τεχνητών δορυφόρων εμφανίζεται γιατί ο δορυφόρος μπορεί να θεωρηθεί ως σώμα που … Dictionary of Greek
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek